Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα λακίσματ'

См. также в других словарях:

  • λάκισμα — το (Α λάκισμα) [λακίζω] νεοελλ. γλάκημα, τροπή σε φυγή αρχ. κομμάτι από σχισμένο πράγμα, ξεσκλίδι, ράκος («τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματ , ἀδόκιμμ ὀλβίοις ἔχειν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»